- ζαερές
- 1) припасы; провизия, провиант;2) еда, кушанье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαερές — ο κάθε είδους εφόδιο, προμήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τουρκικής προελεύσεως] … Dictionary of Greek
ζαερτζής — και ζαερετζής, ο (Μ ζαερτζής και ζαερετζής) [ζαερές] προμηθευτής … Dictionary of Greek
ζαϊρές — ζαϊρές, ο και ζαερές, ο έ (λ. τουρκ.), εφόδια, προμήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)